καφασωτός

καφασωτός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει καφάσι, που έχει περιφραχθεί με καφάσι («καφασωτά παράθυρα»)
2. αυτός που μοιάζει με καφάσι, ο δικτυωτός
3. το ουδ. ως ουσ. το καφασωτό
α) το δικτυωτό πλέγμα τών παραθύρων
β) το δικτυωτό παράθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καφάσι + κατάλ. -ωτός (πρβλ. κιγκλιδ-ωτός, ψηφιδ-ωτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καφασωτός — ή, ό αυτός που έχει καφάσι: Έχει καφασωτά παράθυρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαφάσωτος — η, ο αυτός που δεν έχει καφάσι, δικτυωτό ξύλινο πλέγμα (αποδίδεται σε παράθυρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καφασωτός < καφασώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”